-
1 άορα
-
2 ἄορα
-
3 ἀορασία
ἀορᾱ-σία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀορασία
-
4 ἀόρατος
ἀόρᾱ-τος, ον,A unseen, invisible, Pl.Phd. 85e, etc.;ἀόρατος ὄψιν Alex.240.5
;τραῦμ' ἀ., ἔρως APl.4.198
(Maec.);ἀ. τὸ μέλλον Isoc.1.29
; τὸ ἀόρατον the unseen world, the unseen,ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀ. Pl.Sph. 246a
, cf. Tht. 155e, al.:τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου
obscure,Epigr.Gr.
223 (Milet.);ἀ. κατὰ δόξαν Ath.12.511d
;τὸν ἀ. ὡς ὁρῶν Ep.Hebr.11.27
. Adv.- τως Ph.1.157
, Placit.2.24.5.II [voice] Act., not having seen, without experience of, παντὸς κακοῦ, δεινοῦ, Plb. 2.21.2, 3.108.6: abs., Luc.Halc.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀόρατος
-
5 αοράτως
-
6 ἀοράτως
-
7 αόρατ'
-
8 ἀόρατ'
-
9 αόρατον
-
10 ἀόρατον
-
11 αορατότερα
-
12 ἀορατότερα
-
13 αοράτοις
-
14 ἀοράτοις
-
15 αοράτου
-
16 ἀοράτου
-
17 αοράτους
-
18 ἀοράτους
-
19 αοράτω
-
20 ἀοράτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄορα — ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl ἄ̱ορα , ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτως — ἀορά̱τως , ἀόρατος unseen adverbial ἀορά̱τως , ἀόρατος unseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόρατ' — ἀόρᾱτα , ἀόρατος unseen neut nom/voc/acc pl ἀόρᾱτε , ἀόρατος unseen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόρατον — ἀόρᾱτον , ἀόρατος unseen masc/fem acc sg ἀόρᾱτον , ἀόρατος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀορατότερα — ἀορᾱτότερα , ἀόρατος unseen neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτοις — ἀορά̱τοις , ἀόρατος unseen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτου — ἀορά̱του , ἀόρατος unseen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτους — ἀορά̱τους , ἀόρατος unseen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτωι — ἀορά̱τῳ , ἀόρατος unseen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτων — ἀορά̱των , ἀόρατος unseen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοράτῳ — ἀορά̱τῳ , ἀόρατος unseen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)